- επαίοντος
- ἐπαίοντοςἐπαΐοντος , ἐπαίωpres part act masc /neut gen sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐπαίοντος — ἐπαΐοντος , ἐπαίω pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαΐω — (Α ἐπαΐω και συνηρ. ἐπᾴω) νεοελλ. αρχ. η μτχ. επαΐων, επαΐοντες οι επιστημονικά καταρτισμένοι σ έναν τομέα, οι ειδικοί, οι γνώστες, οι ειδήμονες αρχ. 1. ακούω με προσοχή, επακούω («κυνοθρασεῑς θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.) 2. αντιλαμβάνομαι,… … Dictionary of Greek